-
1 νωχελής
νωχελ-ής, ές,A slow-moving, sluggish, dull,αἰεί ποτ' ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε S.Fr.142.19
;τὸ δυσκίνητον καὶ ν. Diocl. Fr.141
, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, Vett.Val.68.12 ;Κρόνου ν. δύναμις Porph.
ap. Eus.PE3.11 ;πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ E.Or. 800
(troch.) ;ν. βάρος Nic.Th. 162
;νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Arat.391
;ἄνθρωποι-έστατοι Phld.Ir.p.64W.
;ἔκλαμψις-εστέρα Placit.3.3.12
(v.l. νωθεστέρα).II Subst.νωχελές, τό, abortion, Hp.Mul.1.78 ( νοχ- codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωχελής
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский